ὑστεροφθόρος

ὑστεροφθόρος
ὑστερο-φθόρος, ον,
A destroying after the act, late-destroying,

Ἐρινύες S.Ant. 1074

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υστεροφθόρος — ον, Α (για τις Ερινύες) αυτός που φθείρει, που βλάπτει κάποιον μετά από μια πράξη («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι λοχῶσιν Ἅιδου καὶ θεῶν Ἐρινύες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ἀλληλο φθόρος, πολυ φθόρος] …   Dictionary of Greek

  • ὑστεροφθόροι — ὑστεροφθόρος destroying after the act masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”